-
1 πότισμα
[потизма] ουσ. о. поение, поливка, орошение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πότισμα
-
2 орошение
-
3 поливной
επ.ποτιστικός, αρδευτικός•поливной сезон εποχή άρδευσης.
|| ποτιστικός, που έχει ανάγκη ποτίσματος•-ая пшеница ποτιστικό σιτάρι•
-ое земледелие ποτιστική καλλιέργεια.
|| για πότισμα•-ая бочка βαρέλι για πότισμα.
-
4 затопление
1. (местности при строительстве плотин и водохранилищ) το πλημ-μύρισμα, η βύθισητο παραγέμισμα2. (ορο-шение) η άρδευση/το πότισμα (διά του πλημμυρίσματος) 3. (погружение в воду) η (κατα)βύθιση 4. (от разлива рек, наводнение) η πλημμύρα, το πλημμύρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затопление
-
5 ирригация
η άρδευση/το πότισμα (των χωραφιών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ирригация
-
6 орошение
το πότισμα, η άρδευσηкапельное - με στα-γόνες/σταγονόμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > орошение
-
7 отмачивание
η εμπότιση, η διαπότιση, το πότισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отмачивание
-
8 плюсование
(ткани, кожи) о εμποτι-σμός/το (εμ)πότισμα (των υφασμάτων, δερμάτων σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο), -ть (ткань, кожу) εμποτίζω (το ύφασμα ή το δέρμα σε χημικά διαλύματα πριν το βάψιμο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюсование
-
9 полив
(орошение) η άρδευση, το πότισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полив
-
10 водопой
водопойм τό πότισμα, ἡ ποτίστρα/ τό μέρος ὅπου πίνουν τά ζῶα (место). -
11 ирригационныйация
ирригационный||ацияж ἡ ἄρδευση [-ις], τό πότισμα χωραφιών. -
12 орошение
орошен||иес ἡ ἄρδευση, τό πότισμα· ◊ поля \орошениеия τά ποτιστικά χωράφια. -
13 поливка
поли́в||каж τό πότισμα, τό κατάβρεγμα. -
14 орошение
[αρασένιιε] ουσ. ο. άρδευση, πότισμα -
15 орошение
[αρασένιιε] ουσ ο άρδευση, πότισμα -
16 водопой
-я α.1. ποτίστρα (ζώων).2. πότισμα (ζώων). -
17 дождевание
-я α.άρδευση, πότισμα με τενητή βροχή. -
18 допоить
-пою, -поишь, προστκ. допой ρ.σ.μ. αποποτίζω, τελειώνω το πότισμα. -
19 запаивание
-
20 ирригация
-и θ.άρδευση, πότισμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πότισμα — draught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [ποτίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ποτίζω (α. «το πότισμα τού κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τούς δώσετε να φάνε») νεοελλ. η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση … Dictionary of Greek
πότισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω: Τα λουλούδια θέλουν συχνά πότισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτίσμασιν — πότισμα draught neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίσματα — πότισμα draught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίσματι — πότισμα draught neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίσματος — πότισμα draught neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιστήρι — το / ποτιστήριον, ΝΜΑ 1. μέρος όπου γίνεται το πότισμα τών ζώων 2. μέσο ή όργανο που χρησιμοποιείται για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. κυλινδρικό μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο που προορίζεται για το πότισμα ή το κατάβρεγμα τών λαχανικών και τών… … Dictionary of Greek
ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek